- δουρικμής
- δουρι-κμής, [suff] δουρί-κτητος, [suff] δουρί-ληπτος, [suff] δουρι-μανής, [suff] δουρί-μαχος, [dialect] Ion. for δορι-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουρικμής — ( ῆτος), ο, η (Α) «δουρικμῆτι λαῷ» μαζί με το πλήθος που σκοτώθηκε στον πόλεμο (Αισχ.) … Dictionary of Greek